Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Το παγωμένο βλέμμα που αντάλλαξαν έκανε και τους δύο να καταλάβουν. 
Συγκατένευσαν σιωπηρά ο ένας στον άλλο και πήραν το δρόμο της επιστροφής. 
 Σύντομα βρέθηκαν έξω απο το σπίτι της Αλέκας. Κανένας απο τους δύο δεν τόλμαγε να χτυπήσει το κουδούνι. Ήξεραν οτι απο τη στιγμή που θα ακουγόταν ο μουντός του ήχος δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής.
Ο Αλέξανδρος αναστέναξε, κοίταξε την Αλεξάνδρα, και αποφάσισε να δώσει ένα τέλος. Άπλωσε το χέρι για να πιέσει το λευκό κουμπί, γεμάτος αποφασιστικότητα. Δεν οφελούσε να διστάζει, τα πράγματα είχαν δρομολογηθεί, είχαν πάρει το δρόμο τους και όλα έπρεπε να ξεκαθαρίσουν.
Ο ήχος απο το κλειδί στην πόρτα τον αιφνιδίασε. Το χέρι του έμεινε να στέκεται σε απόσταση λίγων εκατοστών απο το κουδούνι, η όλη στάση του σώματός του θύμιζε βαλσαμωμένο ζώο. Η Αλεξάνδρα δίπλα του έτρεμε ήδη, και μόλις τη χτύπησε το φώς που δραπέτευσε απο το εσωτερικό του δωματίου στον σκοτεινό διάδρομο, με το άνοιγμα της πόρτας, κόντευε ήδη να λιποθυμήσει....
Η Αλέκα στεκόταν στο κατώφλι. Φορούσε μόνο ένα μακρύ ανδρικό πουκάμισο και τους κοίταγε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο...
"Καλώς τους", ψιθύρησε τελικά. 
"Σας περίμενα...". 

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

«Θα βρούμε κάτι, αγαπημένη», χαμογέλασε ο Αλέξανδρος, γραπώνοντας σφιχτά το χέρι της. Η Αλεξάνδρα χαλάρωσε τους μύες της παλάμης της και αφέθηκε να απολαύσει την πίεση. Γρήγορα τα χέρια τους θα ίδρωναν και θα αναγκάζονταν να ξεκολλήσουν, σκέφτηκε για μια στιγμή. Κοίταξε γύρω. Δεν υπήρχε τίποτα. Ο Αλέξανδρος περπατούσε σαν να βρισκόταν στη γειτονιά του και η Αλεξάνδρα αποφάσισε να ακολουθήσει χωρίς κουβέντες. Είχε επιστρατεύσει τον μικρό θηριοδαμαστή του μυαλού της για να καταλαγιάσει τις σκέψεις της. Και τις εικόνες που έρχονταν σαν κεραυνοί στη φαντασία της. Πως ήξερε ότι ήταν η φαντασία της; Το ήξερε. Δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο. Ο θηριοδαμαστής δούλευε πυρετωδώς στο μυαλό της. «Τι θα πω στην Αλέκα»; Έτρεχε η σκέψη και ο θηριοδαμαστής την προλάβαινε, την μάζευε προσεκτικά και την έβαζε μέσα στο συρτάρι της. Εκεί θα έμενε κλειδωμένη, τουλάχιστον για λίγο. «Τι θα κάνω»; Συρτάρι. «Γιατί ξαναήρθαμε εδώ»; Συρτάρι. «Τι θα της πω. Τι της συμβαίνει»; Συρτάρι.
Ο Αλέξανδρος είδε το αφηρημένο ύφος της Αλεξάνδρας. Ήξερε τι έκανε. Είχε βαλθεί να τα κρύψει όλα πάλι κάπου βαθειά. Τον πονούσε που την έβλεπε τόσο αδύναμη, τόσο απελπισμένα φοβισμένη. Αν μπορούσε, θα γινόταν αυτός ο θηριοδαμαστής της σκέψης της και τότε θα ήταν όλα πολύ διαφορετικά… Ήξερε όμως ότι στο τέλος η Αλεξάνδρα θα τα κατάφερνε να απομακρύνει οποιαδήποτε κακή και μη συμβατή σκέψη από το μυαλουδάκι της, έστω και προσωρινά. Έτσι κι αλλιώς δεν χρειαζόταν πολύ χρόνο. Χαμογέλασε μέσα του. Της έσφιξε το χέρι ακόμα πιο δυνατά. «Αλεξάνδρα» σκέφτηκε «ποτέ ξανά, στο υπόσχομαι, δεν θα τριφτείς κάτω από τη σόλα κανενός. Κανένας δεν θα σου συμπεριφερθεί έτσι ξανά. Κι ας πιστεύεις ότι το αξίζεις»…
Κι όπως προχωρούσαν, ο Αλέξανδρος ήξερε ότι η Αλέκα έβγαινε από το μπάνιο, χαλαρωμένη και ζαλισμένη..
«Τι θα πω στην Αλέκα»; Συρτάρι. Η Αλέκα γυμνή. Η ουλή να σημαδεύει την εικόνα στη φαντασία της Αλεξάνδρας.
Ήξερε ότι η Αλέκα πήγε και κουκουλώθηκε κάτω από το πάπλωμα.
«Τι θα κάνω»; Συρτάρι. Η Αλέκα ξαπλωμένη, όλα γύρω σκοτεινά.
Ήξερε ότι θα έφτανε να ψάξει κάτω από το στρώμα …
«Γιατί ξαναήρθαμε εδώ; Τόσο μακριά, μέσα σε αναμνήσεις που προσπαθώ να σβήσω, μέσα σε σκέψεις που θέλω να ξεγράψω» «Γιατί»; Σκοτάδι, το χέρι της Αλέκας δε φτάνει. Συρτάρι.
Ήξερε ότι ήταν κοντά. Πολύ κοντά.
«Πως θα της το πω»; Συρτάρι.
Τα χέρια ίδρωσαν και χώρισαν. Ψυχρός αέρας κινητοποίησε τους πόρους στο δέρμα της Αλεξάνδρας. Πετάχτηκε ταραγμένη, καθώς η καρδία της άρχισε να διαμαρτύρεται άτακτα και αδύναμα. Κοίταξε τον Αλέξανδρο και είδε στα μάτια του την τελευταία εικόνα που είχε περάσει απ’ το μυαλό της…