Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

«Αλέκα είσαι εκεί; ΜΕ ΑΚΟΥΣ;». «Αλεξάνδρα που σκατά είσαι;» ψέλλισε η Αλέκα, «Πρέπει να σου πω! Έχω φάει τρελή φρίκη!». «Αλέκα άκουσέ με…», είπε η Αλεξάνδρα ενώ η Αλέκα πάσχιζε να ολοκληρώσει την πρότασή της μέσα στον πανικό της, «Είδα μια φωτογραφία στο internet» συνέχισε η Αλέκα, «στο in.gr και…», «Αλέκα!», την διέκοψε ξανά η Αλεξάνδρα «Ό,τι και αν έχεις στο νου σου να κάνεις, ΜΗΝ ΨΑΞΕΙΣ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟ ΠΑΡΚΟ!».
«… Αλεξάνδρα, ΤΙ ΛΕΣ; ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ;;;;», φώναξε η Αλέκα ενώ τα μηνύγγια της χόρευαν samba. «Αλέκα άκουσέ με…», «Την είδες κι εσύ; Αλεξάνδρα πες μου αμέσως πώς ήξερες τι θα σου έλεγα μόλις τώρα! ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ!», «Αλέκα ΣΚΑΣΕ και άκου με!», «Αλεξάνδρα ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΟΙΤΑΖΩ ΚΑΤΑΜΑΤΑ ΤΟΝ ΦΑΚΟ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΑΕΙ ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΒΕΛΟΥΧΙ;».
Η Αλεξάνδρα δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί το ερώτημα της φίλης της. Όντως η Αλέκα δεν είχε πάει ποτέ σε αυτό το πάρκο αλλά αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι ήταν εκείνη που κοιτούσε κατάματα τον φακό. «Αλεκάκι άκουσέ με μάτια μου, άκουσέ με», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;» άρχισε να κλαψουρίζει η Αλέκα «ΕΧΩ ΦΡΙΚΑΡΕΙ! Τι συμβαίνει;», «Αλεκάκι άκουσέ με. Όλα θα πάνε καλά. Μην ανησυχείς για τίποτα. Σβήσε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Ανέβα πάνω στο σπίτι. Φτιάξε μια ωραία κούπα καφέ, γέμισε τη μπανιέρα με ζεστό νερό και εκείνο το υπέροχο αφρόλουτρο που αγοράσαμε προχτές και μούλιασε. Όταν ρυτιδιάσουν τα δαχτυλάκια σου βγες, βάλε τις μαλακές σου μπυτζαμούλες και πέσε για υπνάκια, με ακούς αγαπημένη;» «Ναι» αποκρίθηκε η Αλέκα και όντως έτσι έκανε…
…Η Αλεξάνδρα και ο Αλέξανδρος άφησαν πίσω τους το πάρκο. «Πεινάω» είπε η Αλεξάνδρα. «Που μπορούμε να φάμε τέτοια ώρα στο Βελούχι. Ανάθεμα και αν θα υπάρχει καμιά ταβέρνα ανοιχτή»…

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Η Αλέκα πετάχτηκε ιδρωμένη. Μόλις είχε δεί έναν εφιάλτη. Μπορούσε ακόμα να νιώσει την καυτή ανάσα μιας απειλής, απροσδιόριστης όσο και απόλυτα τρομακτικής.
Για άλλη μια φορά δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε ταράξει τόσο τον ύπνο, ο σύμβουλος ύπνου της είχε πεί κάποτε οτι αυτό είναι απόλυτα λογικό, η ίδια όμως θύμωνε. Πίστευε ακράδαντα οτι τίποτα δεν είναι τυχαίο και οτι η καινούργια φουρνιά από άσχημα όνειρα πήγαζε από κάπου. Αν μπορούσε να τα θυμάται θα έβρισκε και την αιτία...
Σηκώθηκε αργά απο το κρεβάτι και έσυρε το βήμα της στο μπάνιο. Καθώς περνούσε από τον τεράστιο καθρέφτη παρατήρησε το γυμνό, γεμάτο τατουάζ, κορμί της. Για άλλη μια φορά το βλέμμα της μαγνητίστηκε απο την μεγάλη ουλή κάτω από το δεξί της στήθος, κληρονομιά μιας νύχτας που δεν ήθελε να θυμάται και που, ακόμα και τώρα, δεν μπορούσε να ξεπεράσει.
Το κρύο νερό την ξύπνησε τελείως και μετά από λίγες στιγμές βρισκόταν στην κουζίνα, μπροστά στο ανοιχτό laptop της, με μια κούπα ζεστού καφέ δίπλα της. Η εισερχόμενη αλληλογραφία της ήταν, ως συνήθως, περιορισμένη. Ξεκίνησε να διαβάζει τις ειδήσεις, ξεπερνώντας αδιάφορα το συνηθισμένο πολιτικοοικονομικό ρεπορτάζ.
Ξαφνικά η ματιά της έπεσε σε μια φωτογραφία. Το άρθρο αναφερόταν στις κινητοποιήσεις των κατοίκων μιας περιοχής στα βόρεια για τη σωτηρία ενός πάρκου, συνοδευόμενο από πλούσιο οπτικό υλικό, και θα ήταν κάτι παραπάνω από αδιάφορο για την Αλέκα αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη εικόνα. Κάπου εκεί, ανάμεσα στο πλήθος που φαινόταν να αδιαφορεί για τον φωτογράφο, διέκρινε μια γνώριμη φιγούρα. Μια σκοτεινή μορφή που κοιτούσε ίσια στο φακό, παρόλο που βρισκόταν μακριά και πίσω από τη λαοθάλασσα των εξεγερμένων. Σαν να έψαχνε κάτι μέσα στο φακό.
«Αυτό είναι απολύτως αδύνατον», ψέλλισε η Αλέκα και την ίδια στιγμή ένιωσε το ίδιο συναίσθημα που είχε όταν ξύπνησε το πρωί.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να σιγουρευτεί ότι δεν κάνει λάθος ενώ το αίμα της είχε ξεκινήσει να βράζει. Όχι, ΠΡΕΠΕΙ να κάνει λάθος, δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό.
Έκλεισε με φούρια το laptop και έτρεξε στο υπνοδωμάτιο. Φόρεσε βιαστικά ό,τι βρήκε μπροστά της, όσο παράταιρες και αν ήταν μεταξύ τους οι επιλογές της, και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Άρπαξε τα κλειδιά και την τσάντα της από το τραπεζάκι και βγήκε στο δρόμο.
Την ώρα που έβαζε μπροστά το σπόρ, αυστηρά διθέσιο, αυτοκίνητό, χτύπησε το κινητό της. Το όνομα της Αλεξάνδρας αναβόσβηνε στην οθόνη. Έμεινε να το κοιτάει για λίγο, σα χαμένη, και με δάχτυλα που τρέμανε, πάτησε το πλήκτρο της απάντησης.
«Αλέκα? ΑΛΕΚΑ??»