Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Το παγωμένο βλέμμα που αντάλλαξαν έκανε και τους δύο να καταλάβουν. 
Συγκατένευσαν σιωπηρά ο ένας στον άλλο και πήραν το δρόμο της επιστροφής. 
 Σύντομα βρέθηκαν έξω απο το σπίτι της Αλέκας. Κανένας απο τους δύο δεν τόλμαγε να χτυπήσει το κουδούνι. Ήξεραν οτι απο τη στιγμή που θα ακουγόταν ο μουντός του ήχος δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής.
Ο Αλέξανδρος αναστέναξε, κοίταξε την Αλεξάνδρα, και αποφάσισε να δώσει ένα τέλος. Άπλωσε το χέρι για να πιέσει το λευκό κουμπί, γεμάτος αποφασιστικότητα. Δεν οφελούσε να διστάζει, τα πράγματα είχαν δρομολογηθεί, είχαν πάρει το δρόμο τους και όλα έπρεπε να ξεκαθαρίσουν.
Ο ήχος απο το κλειδί στην πόρτα τον αιφνιδίασε. Το χέρι του έμεινε να στέκεται σε απόσταση λίγων εκατοστών απο το κουδούνι, η όλη στάση του σώματός του θύμιζε βαλσαμωμένο ζώο. Η Αλεξάνδρα δίπλα του έτρεμε ήδη, και μόλις τη χτύπησε το φώς που δραπέτευσε απο το εσωτερικό του δωματίου στον σκοτεινό διάδρομο, με το άνοιγμα της πόρτας, κόντευε ήδη να λιποθυμήσει....
Η Αλέκα στεκόταν στο κατώφλι. Φορούσε μόνο ένα μακρύ ανδρικό πουκάμισο και τους κοίταγε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο...
"Καλώς τους", ψιθύρησε τελικά. 
"Σας περίμενα...".