Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Το παγωμένο βλέμμα που αντάλλαξαν έκανε και τους δύο να καταλάβουν. 
Συγκατένευσαν σιωπηρά ο ένας στον άλλο και πήραν το δρόμο της επιστροφής. 
 Σύντομα βρέθηκαν έξω απο το σπίτι της Αλέκας. Κανένας απο τους δύο δεν τόλμαγε να χτυπήσει το κουδούνι. Ήξεραν οτι απο τη στιγμή που θα ακουγόταν ο μουντός του ήχος δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής.
Ο Αλέξανδρος αναστέναξε, κοίταξε την Αλεξάνδρα, και αποφάσισε να δώσει ένα τέλος. Άπλωσε το χέρι για να πιέσει το λευκό κουμπί, γεμάτος αποφασιστικότητα. Δεν οφελούσε να διστάζει, τα πράγματα είχαν δρομολογηθεί, είχαν πάρει το δρόμο τους και όλα έπρεπε να ξεκαθαρίσουν.
Ο ήχος απο το κλειδί στην πόρτα τον αιφνιδίασε. Το χέρι του έμεινε να στέκεται σε απόσταση λίγων εκατοστών απο το κουδούνι, η όλη στάση του σώματός του θύμιζε βαλσαμωμένο ζώο. Η Αλεξάνδρα δίπλα του έτρεμε ήδη, και μόλις τη χτύπησε το φώς που δραπέτευσε απο το εσωτερικό του δωματίου στον σκοτεινό διάδρομο, με το άνοιγμα της πόρτας, κόντευε ήδη να λιποθυμήσει....
Η Αλέκα στεκόταν στο κατώφλι. Φορούσε μόνο ένα μακρύ ανδρικό πουκάμισο και τους κοίταγε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο...
"Καλώς τους", ψιθύρησε τελικά. 
"Σας περίμενα...". 

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

«Θα βρούμε κάτι, αγαπημένη», χαμογέλασε ο Αλέξανδρος, γραπώνοντας σφιχτά το χέρι της. Η Αλεξάνδρα χαλάρωσε τους μύες της παλάμης της και αφέθηκε να απολαύσει την πίεση. Γρήγορα τα χέρια τους θα ίδρωναν και θα αναγκάζονταν να ξεκολλήσουν, σκέφτηκε για μια στιγμή. Κοίταξε γύρω. Δεν υπήρχε τίποτα. Ο Αλέξανδρος περπατούσε σαν να βρισκόταν στη γειτονιά του και η Αλεξάνδρα αποφάσισε να ακολουθήσει χωρίς κουβέντες. Είχε επιστρατεύσει τον μικρό θηριοδαμαστή του μυαλού της για να καταλαγιάσει τις σκέψεις της. Και τις εικόνες που έρχονταν σαν κεραυνοί στη φαντασία της. Πως ήξερε ότι ήταν η φαντασία της; Το ήξερε. Δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο. Ο θηριοδαμαστής δούλευε πυρετωδώς στο μυαλό της. «Τι θα πω στην Αλέκα»; Έτρεχε η σκέψη και ο θηριοδαμαστής την προλάβαινε, την μάζευε προσεκτικά και την έβαζε μέσα στο συρτάρι της. Εκεί θα έμενε κλειδωμένη, τουλάχιστον για λίγο. «Τι θα κάνω»; Συρτάρι. «Γιατί ξαναήρθαμε εδώ»; Συρτάρι. «Τι θα της πω. Τι της συμβαίνει»; Συρτάρι.
Ο Αλέξανδρος είδε το αφηρημένο ύφος της Αλεξάνδρας. Ήξερε τι έκανε. Είχε βαλθεί να τα κρύψει όλα πάλι κάπου βαθειά. Τον πονούσε που την έβλεπε τόσο αδύναμη, τόσο απελπισμένα φοβισμένη. Αν μπορούσε, θα γινόταν αυτός ο θηριοδαμαστής της σκέψης της και τότε θα ήταν όλα πολύ διαφορετικά… Ήξερε όμως ότι στο τέλος η Αλεξάνδρα θα τα κατάφερνε να απομακρύνει οποιαδήποτε κακή και μη συμβατή σκέψη από το μυαλουδάκι της, έστω και προσωρινά. Έτσι κι αλλιώς δεν χρειαζόταν πολύ χρόνο. Χαμογέλασε μέσα του. Της έσφιξε το χέρι ακόμα πιο δυνατά. «Αλεξάνδρα» σκέφτηκε «ποτέ ξανά, στο υπόσχομαι, δεν θα τριφτείς κάτω από τη σόλα κανενός. Κανένας δεν θα σου συμπεριφερθεί έτσι ξανά. Κι ας πιστεύεις ότι το αξίζεις»…
Κι όπως προχωρούσαν, ο Αλέξανδρος ήξερε ότι η Αλέκα έβγαινε από το μπάνιο, χαλαρωμένη και ζαλισμένη..
«Τι θα πω στην Αλέκα»; Συρτάρι. Η Αλέκα γυμνή. Η ουλή να σημαδεύει την εικόνα στη φαντασία της Αλεξάνδρας.
Ήξερε ότι η Αλέκα πήγε και κουκουλώθηκε κάτω από το πάπλωμα.
«Τι θα κάνω»; Συρτάρι. Η Αλέκα ξαπλωμένη, όλα γύρω σκοτεινά.
Ήξερε ότι θα έφτανε να ψάξει κάτω από το στρώμα …
«Γιατί ξαναήρθαμε εδώ; Τόσο μακριά, μέσα σε αναμνήσεις που προσπαθώ να σβήσω, μέσα σε σκέψεις που θέλω να ξεγράψω» «Γιατί»; Σκοτάδι, το χέρι της Αλέκας δε φτάνει. Συρτάρι.
Ήξερε ότι ήταν κοντά. Πολύ κοντά.
«Πως θα της το πω»; Συρτάρι.
Τα χέρια ίδρωσαν και χώρισαν. Ψυχρός αέρας κινητοποίησε τους πόρους στο δέρμα της Αλεξάνδρας. Πετάχτηκε ταραγμένη, καθώς η καρδία της άρχισε να διαμαρτύρεται άτακτα και αδύναμα. Κοίταξε τον Αλέξανδρο και είδε στα μάτια του την τελευταία εικόνα που είχε περάσει απ’ το μυαλό της…

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

«Αλέκα είσαι εκεί; ΜΕ ΑΚΟΥΣ;». «Αλεξάνδρα που σκατά είσαι;» ψέλλισε η Αλέκα, «Πρέπει να σου πω! Έχω φάει τρελή φρίκη!». «Αλέκα άκουσέ με…», είπε η Αλεξάνδρα ενώ η Αλέκα πάσχιζε να ολοκληρώσει την πρότασή της μέσα στον πανικό της, «Είδα μια φωτογραφία στο internet» συνέχισε η Αλέκα, «στο in.gr και…», «Αλέκα!», την διέκοψε ξανά η Αλεξάνδρα «Ό,τι και αν έχεις στο νου σου να κάνεις, ΜΗΝ ΨΑΞΕΙΣ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟ ΠΑΡΚΟ!».
«… Αλεξάνδρα, ΤΙ ΛΕΣ; ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ;;;;», φώναξε η Αλέκα ενώ τα μηνύγγια της χόρευαν samba. «Αλέκα άκουσέ με…», «Την είδες κι εσύ; Αλεξάνδρα πες μου αμέσως πώς ήξερες τι θα σου έλεγα μόλις τώρα! ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ!», «Αλέκα ΣΚΑΣΕ και άκου με!», «Αλεξάνδρα ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΟΙΤΑΖΩ ΚΑΤΑΜΑΤΑ ΤΟΝ ΦΑΚΟ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΑΕΙ ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΒΕΛΟΥΧΙ;».
Η Αλεξάνδρα δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί το ερώτημα της φίλης της. Όντως η Αλέκα δεν είχε πάει ποτέ σε αυτό το πάρκο αλλά αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι ήταν εκείνη που κοιτούσε κατάματα τον φακό. «Αλεκάκι άκουσέ με μάτια μου, άκουσέ με», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;» άρχισε να κλαψουρίζει η Αλέκα «ΕΧΩ ΦΡΙΚΑΡΕΙ! Τι συμβαίνει;», «Αλεκάκι άκουσέ με. Όλα θα πάνε καλά. Μην ανησυχείς για τίποτα. Σβήσε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Ανέβα πάνω στο σπίτι. Φτιάξε μια ωραία κούπα καφέ, γέμισε τη μπανιέρα με ζεστό νερό και εκείνο το υπέροχο αφρόλουτρο που αγοράσαμε προχτές και μούλιασε. Όταν ρυτιδιάσουν τα δαχτυλάκια σου βγες, βάλε τις μαλακές σου μπυτζαμούλες και πέσε για υπνάκια, με ακούς αγαπημένη;» «Ναι» αποκρίθηκε η Αλέκα και όντως έτσι έκανε…
…Η Αλεξάνδρα και ο Αλέξανδρος άφησαν πίσω τους το πάρκο. «Πεινάω» είπε η Αλεξάνδρα. «Που μπορούμε να φάμε τέτοια ώρα στο Βελούχι. Ανάθεμα και αν θα υπάρχει καμιά ταβέρνα ανοιχτή»…

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Η Αλέκα πετάχτηκε ιδρωμένη. Μόλις είχε δεί έναν εφιάλτη. Μπορούσε ακόμα να νιώσει την καυτή ανάσα μιας απειλής, απροσδιόριστης όσο και απόλυτα τρομακτικής.
Για άλλη μια φορά δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε ταράξει τόσο τον ύπνο, ο σύμβουλος ύπνου της είχε πεί κάποτε οτι αυτό είναι απόλυτα λογικό, η ίδια όμως θύμωνε. Πίστευε ακράδαντα οτι τίποτα δεν είναι τυχαίο και οτι η καινούργια φουρνιά από άσχημα όνειρα πήγαζε από κάπου. Αν μπορούσε να τα θυμάται θα έβρισκε και την αιτία...
Σηκώθηκε αργά απο το κρεβάτι και έσυρε το βήμα της στο μπάνιο. Καθώς περνούσε από τον τεράστιο καθρέφτη παρατήρησε το γυμνό, γεμάτο τατουάζ, κορμί της. Για άλλη μια φορά το βλέμμα της μαγνητίστηκε απο την μεγάλη ουλή κάτω από το δεξί της στήθος, κληρονομιά μιας νύχτας που δεν ήθελε να θυμάται και που, ακόμα και τώρα, δεν μπορούσε να ξεπεράσει.
Το κρύο νερό την ξύπνησε τελείως και μετά από λίγες στιγμές βρισκόταν στην κουζίνα, μπροστά στο ανοιχτό laptop της, με μια κούπα ζεστού καφέ δίπλα της. Η εισερχόμενη αλληλογραφία της ήταν, ως συνήθως, περιορισμένη. Ξεκίνησε να διαβάζει τις ειδήσεις, ξεπερνώντας αδιάφορα το συνηθισμένο πολιτικοοικονομικό ρεπορτάζ.
Ξαφνικά η ματιά της έπεσε σε μια φωτογραφία. Το άρθρο αναφερόταν στις κινητοποιήσεις των κατοίκων μιας περιοχής στα βόρεια για τη σωτηρία ενός πάρκου, συνοδευόμενο από πλούσιο οπτικό υλικό, και θα ήταν κάτι παραπάνω από αδιάφορο για την Αλέκα αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη εικόνα. Κάπου εκεί, ανάμεσα στο πλήθος που φαινόταν να αδιαφορεί για τον φωτογράφο, διέκρινε μια γνώριμη φιγούρα. Μια σκοτεινή μορφή που κοιτούσε ίσια στο φακό, παρόλο που βρισκόταν μακριά και πίσω από τη λαοθάλασσα των εξεγερμένων. Σαν να έψαχνε κάτι μέσα στο φακό.
«Αυτό είναι απολύτως αδύνατον», ψέλλισε η Αλέκα και την ίδια στιγμή ένιωσε το ίδιο συναίσθημα που είχε όταν ξύπνησε το πρωί.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να σιγουρευτεί ότι δεν κάνει λάθος ενώ το αίμα της είχε ξεκινήσει να βράζει. Όχι, ΠΡΕΠΕΙ να κάνει λάθος, δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό.
Έκλεισε με φούρια το laptop και έτρεξε στο υπνοδωμάτιο. Φόρεσε βιαστικά ό,τι βρήκε μπροστά της, όσο παράταιρες και αν ήταν μεταξύ τους οι επιλογές της, και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Άρπαξε τα κλειδιά και την τσάντα της από το τραπεζάκι και βγήκε στο δρόμο.
Την ώρα που έβαζε μπροστά το σπόρ, αυστηρά διθέσιο, αυτοκίνητό, χτύπησε το κινητό της. Το όνομα της Αλεξάνδρας αναβόσβηνε στην οθόνη. Έμεινε να το κοιτάει για λίγο, σα χαμένη, και με δάχτυλα που τρέμανε, πάτησε το πλήκτρο της απάντησης.
«Αλέκα? ΑΛΕΚΑ??»

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

«Κάποτε είχα ακούσει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε τις ίδιες αδυναμίες. Το μυαλό μας είναι προγραμματισμένο να μας φυλακίζει μέσα σε πάθη κρατώντας μας δέσμιους λυσσασμένων συναισθημάτων. Ο έρωτας εναλλάσσεται με την οργή, το σεξ με την εγκατάλειψη. Λένε ότι όλοι έχουμε τις ίδιες αδυναμίες και δεν θα πρέπει να νιώθουμε ανώτεροι από κάποιον άλλο, μόνο και μόνο επειδή την προκειμένη στιγμή αυτός ο άλλος εκφράζει τις αδυναμίες που δεν εκφράζουμε εμείς. Ένας απ' αυτούς τους εξυπνάκηδες τους φιλόσοφους δεν το είπε αυτό; Ένας Σοπενχάουερ νομίζω. Μαλακίες. Ο περισσότερος κόσμος κρύβει μέσα του κάτι που έχει κάνει που δεν θα το πει ποτέ σε κανέναν. Εκτός ίσως από τον γαμημένο τον Δαλάι Λάμα. Δεν σου έχει συμβεί να βασανίσεις ένα ζώο; Να πληγώσεις κάποιον που ξέρεις ότι δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει; Οι δυνατοί πατάνε τους αδύνατους. Όποτε μπορείς, το κάνεις κι εσύ. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι πάντα. Απλά μερικοί από εμάς έχουμε την κράση να βαδίζουμε σταθερά ενώ άλλοι αφήνουν τα συναισθήματά τους να τους βάζουν τρικλοποδιές σε κάθε βήμα. Εγώ ανήκω στην πρώτη κατηγορία. Η Αλεξάνδρα στη δεύτερη. Η Αλεξάνδρα νιώθει ντροπή, αδυναμία, πανικό, άγχος και ότι άλλο συναίσθημα μπορεί να χωρέσει το μυαλουδάκι της για να τη βασανίζει. Αν φωνάξει μετά θα ζητήσει συγνώμη, αν σκεφτεί κάτι “κακό” θα κάνει ότι μπορεί για να εξιλεωθεί για τις σκέψεις της. Το μυαλό της δεν αντέχει στην ιδέα ότι μπορεί να γίνει υπεύθυνη για τον πόνο κάποιου άλλου. Ούτε ενός γατιού! Τι αδύναμη! Τι αφελής! Τι εξάρτηση από ανούσιες λέξεις όπως αγάπη, σιγουριά, φιλία, έρωτας. Δε μπα να λένε οι μαλάκες οι φιλόσοφοι ότι θέλουνε! Εγώ έχω εξελιχθεί σε ανώτερο είδος! Έχω ανέβει ψηλά και φτύνω στα μούτρα τους ενώ εκείνοι αναρωτιούνται αν βρέχει!... Την Αλεξάνδρα όμως τη θέλω. Δεν ξέρω γιατί. Αλλά τη θέλω. Στην αρχή ήθελα να τη μάθω να είναι ελεύθερη από τα συναισθήματά της. Γρήγορα κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Αφού λοιπόν δεν μπορεί να προστατέψει εκείνη τον εαυτό της, θα την προστατεύσω εγώ. Δεν το ξέρει, αλλά πολλές φορές περνάω από το σπίτι της όταν κοιμάται μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ ότι είναι καλά.. και μόνη της. Είναι τόσο αφελής, που νομίζει ότι μπορεί να φύγει! Δεν μπορεί. Γιατί τότε θα πρέπει το μυαλουδάκι της να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει όλα όσα έχει κάνει. Και κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Δεν μπορεί να φύγει. Γιατί τότε έγώ τι θα γίνω;»
Ο Αλέξανδρος ένιωθε αλήθεια ένα με την Αλεξάνδρα. Δεν καταλάβαινε το λόγο που εκείνη δεν μπορούσε να το αντιληφθεί αλλά το απέδιδε στον συναισθηματισμό της. Η μήπως δεν ήθελε να το δεχτεί; Η Αλεξάνδρα είχε πονέσει πολύ στο παρελθόν. Οι έρωτες είχαν έρθει απρόσκλητοι, είχαν γκρεμίσει με μια ανάσα τα τείχη της και την είχαν ισοπεδώσει ξανά και ξανά. Καθένας τους είχε πάρει ένα κομμάτι της και είχε φύγει αφήνοντας πίσω ένα πακέτο τσιγάρα και ένα μπουκάλι τεκίλα. Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε. Το ουίσκι δεν μπορούσε ούτε να το μυρίσει η Αλεξάνδρα. Τουλάχιστον όμως πίνει τεκίλα και όχι αυτά τα ξενέρωτα τα τζιν και τα μαρτίνι.
Ο Αλέξανδρος ήξερε πόσο είχε πονέσει η Αλεξάνδρα. Και αυτό τον θύμωνε. Ήξερε πόσο είχε τρομάξει από τον ίδιο της τον εαυτό. Πως μια μέρα κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και δεν ήξερε ποια είναι και γιατί ζει. Έτσι την βρήκε. Εκείνη την απελπισμένη βραδιά στο νεκροταφείο. Το νεκροταφείο είναι πάντα το καταφύγιο αυτών που ζηλεύουν λίγη απ' τη γαλήνη των νεκρών. Οι ήχοι ή και τα ουρλιαχτά των πλασμάτων που ζουν στο νεκροταφείο, ακόμα και τα ουρλιαχτά του μυαλού σου, δεν μπορούν να ταράξουν την αιώνια γαλήνη των νεκρών. Τη σιωπή τους. Αν το σκεφτείς, δεν είναι παρά ένα μάτσο ξύλα και οργανική ύλη που τα τρώνε τα σκουλήκια. Ο Αλέξανδρος δεν πίστευε σε κανένα Θεό και έτσι δεν θεωρούσε πιθανό να συνεχίζει το πνεύμα να ζει είτε σε μεγάλους κήπους είτε σε καζάνια με φωτιές και πολύ λιγότερο μέσα σε άλλους ανθρώπους ή ζώα. Οι μόνες στιγμές που ένιωθε ο Αλέξανδρος κάποια επαφή με κάτι ανώτερο ήταν στο νεκροταφείο. Αυτή η σιωπή που δεν κατάφερναν να τη διαλύσουν ούτε οι ήχοι της κίνησης, ούτε οι ήχοι των ζωντανών πλασμάτων, ανθρώπινων και μη. Εκεί τη βρήκε την Αλεξάνδρα. Να ουρλιάζει σιωπηλά και να περιφέρεται χωρίς σκοπό, σαν να είχε σηκωθεί κατά λάθος από έναν από τους τάφους και να έψαχνε απεγνωσμένα το δρόμο για να γυρίσει πίσω. Δεν έψαχνε το φως η Αλεξάνδρα. Έψαχνε το σκοτάδι. Ήταν βέβαιος. Και για ένα ακόμα πράγμα ήταν βέβαιος. Ότι την ήθελε. Και ότι θα ήτανε για πάντα ένα.
Και η Αλεξάνδρα το ήξερε. Τον αγάπησε πολύ. Στηρίχτηκε πάνω του. Τον αγάπησεόσο κανένας ποτέ δεν τον είχε αγαπήσει. Ο Αλέξανδρος δεν είχε πολλές μνήμες από την παιδική του ηλικία. Όχι ότι αυτό είχε πολλή σημασία. Θυμάται μόνο μία έντονη μυρωδιά από ουίσκι και τη μορφή του πατέρα του από πάνω του. Η μητέρα του είχε φύγει όταν ήτανε πέντε. Όχι ότι την κατηγορούσε. Απλά θα προτιμούσε να τον είχε πάρει μαζί της. Ο αδύνατος πάντα θα τρίβεται κάτω από τη σόλα του δυνατού.
Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι... πάντα.
Κάτι πρέπει να κάνει με αυτή την Αλέκα.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

«Αγαπημένη, πόσες φορές θα χρειαστεί να κάνουμε αυτή τη συζήτηση; Δεν την έχεις βαρεθεί ακόμα;» η φωνή του ήταν ήρεμη και είχε έναν τόνο διδακτικό που της έσπαγε τα νεύρα και ενίοτε τα κόκκαλα… σαν τη σιωπή που σε πλακώνει και αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς να κουνηθείς. Θυμήθηκε πόσες φορές είχε κουλουριαστεί μέσα στη ντουλάπα όταν εκείνος κοιμόταν προκειμένου να μην τον αφήσει να καταλάβει πόσο αδύναμη την έκανε να αισθάνεται. «Αφού είμαστε ένα, αγαπημένη. Όπου και να πας εγώ πάντα θα σε βρίσκω» της είπε χαμογελώντας χαιρέκακα καθώς άναβε άλλο ένα από εκείνα τα καταραμένα τσιγάρα του που της μύριζαν… πως τη λένε τη λέξη; Έλα… τα σκατά αλόγου… «Καβαλίνες» είπε θριαμβευτικά η Αλεξάνδρα και ο Αλέξανδρος σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε λίγο απορημένος. Μετά θυμήθηκε τις ατελείωτες βραδινές τους συζητήσεις και της χαμογέλασε με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια «Α, ναι. Καμιά φορά ξεχνάω πόσο πολύ σιχαίνεσαι τα τσιγάρα μου» της είπε, αλλά δεν το έσβησε. Μα πώς μπορούσε να τα καπνίζει αυτά τα σιχαμένα πράγματα; Δεν το θεωρούσε καθόλου απίθανο όντως τα συγκεκριμένα καπνά να τα είχαν χέσει άλογα, και αν όχι άλογα αγελάδες ή πώς τα λένε τα άλλα τα ρημαδοζωάκια που είναι προσμίξεις αλόγου με γαϊδούρι; Μουλάρια! Ή ήταν τα γαϊδούρια, προσμίξεις αλόγου με μουλάρι; «Αλέξανδρε…» διέκοψε ξαφνικά η ίδια τις σκέψεις της, «θέλω να σου εξηγήσω… θέλω να καταλάβεις…». «Να καταλάβω τι;» της είπε με μια σκληρότητα που της πάγωσε το αίμα. «Τι θα μπορούσες να μου πεις που θα με βοηθήσει να καταλάβω τον λόγο που συνεχώς φεύγεις μακριά μου ενώ εγώ δεν υπάρχω χωρίς εσένα; Τι θα μπορούσες να μου πεις για να με κάνεις να πιστέψω ότι στην αρχή δεν με πλησίασες επειδή ήσουν φοβισμένη και είχες απλά κάποιον ανάγκη; Τι θα μπορούσα αυτή τη στιγμή να ακούσω προκειμένου να καταλάβω γιατί θέλεις να με σκοτώσεις, ενώ, εγώ, το μόνο που θέλω είναι να είσαι γερή και δυνατή;» «Αλέξανδρε πώς τολμάς να πιστεύεις αυτά τα πράγματα για ‘μένα; Για εμάς!» Του έλεγε ψέματα και από στιγμή σε στιγμή ήξερε ότι θα την καταλάβαινε, αλλά η ειλικρίνεια δεν ήταν η καλύτερη οδός στην παρούσα φάση. Άλλωστε στο παρελθόν πολλές φορές τον ηρεμούσε με λόγια γλυκά, με λόγια αγάπης… Βλέπεις ούτε ο Αλέξανδρος είχε αγαπηθεί ποτέ από κανέναν, τουλάχιστον δεν είχε αγαπηθεί πραγματικά… Εκτός από εκείνη… και εκείνη τώρα τον μισούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Πώς γίνεται κάποιος που την έκανε στο παρελθόν να αισθάνεται τόσο όμορφα με τον εαυτό της, να την κάνει να αισθάνεται κάτι λιγότερο από το τελευταίο σκουπίδι στο δρόμο; Πώς γίνεται να μισεί τόσο τον άνθρωπο που της στάθηκε τόσο πολύ όταν τον είχε ανάγκη; Ανάγκη… Μια λεξούλα που σέρνει μαζί της τόσες έννοιες. Μια λέξη που… Μα καλά από πού έρχεται πάλι αυτός ο εκνευριστικός ήχος και γιατί κανείς δεν κάνει κάτι γι’ αυτό; Αλλά έτσι δεν ήταν; Πάντα ζητούσε βοήθεια από τους άλλους. Εκείνη ήταν άλλωστε τόσο μα τόσο κουρασμένη… και ανίκανη… και αφελής… Αφελής! Πόσο μα πόσο αφελής ήταν που πίστευε ότι μπορούσε να τα καταφέρει χωρίς τον Αλέξανδρο και εν πάση περιπτώσει «Ας κάνει κάτι κάποιος γι’ αυτό τον φριχτό ήχο! Δεν μπορώ να ακούσω ούτε τις σκέψεις μου!» «Το κινητό σου είναι, αγαπημένη, σήκωσέ το». «Το κινητό μου; Ναι, το κινητό μου. Η Αλέκα θα είναι πάλι». Στον Αλέξανδρο ξέφυγε ένα αμήχανο γελάκι με την αναφορά του ονόματος της Αλέκας αλλά η Αλεξάνδρα ήταν πολύ απασχολημένη να ψάχνει το κινητό της για να το παρατηρήσει.
«Εμπρός. Έλα Αλεκάκι… τι έπαθες; Πιο αργά δεν σε καταλαβαίνω». Μα καλά τι έχει πάθει η Αλέκα, σήμερα βρήκε κι αυτή; Δεν είχε κουράγιο για άλλους σήμερα, δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό η Αλέκα; «Αλέκα δεν σε ακούω, πρέπει να κλείσω γιατί είμαι με τον Αλέξανδρο και έχουμε κάτι πολύ σημαντικό να συζητήσουμε. Θα σε πάρω μετά» Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε στον εαυτό του. Ήξερε ότι η αναφορά του ονόματός του θα ενέτεινε τον πανικό της Αλέκας. «Τι ποιόν Αλέξανδρο παιδί μου, έχεις χαζέψει τελείως; Καλά καλά, θα σε πάρω αργότερα. Γεια σου Αλέκα. Γεια σου. Γεια σου!».
«Πάλι η χαζή ήταν;» είπε ο Αλέξανδρος, με τη σιγουριά κάποιου που είχε κερδίσει την παρτίδα προτού καν μοιραστούν τα φύλλα. «Ναι. Ποια; Σου έχω πει να μην λες την Αλέκα χαζή, με ακούς!» του φώναξε καθώς εκείνος λύθηκε στα γέλια «Αφού κι εσύ ‘Ναι’ είπες. Πώς περιμένεις να σταματήσω να την λέω χαζή όταν εσύ η ίδια κατά βάθος τη θεωρείς χαζή;» «Η Αλέκα είναι φίλη μου, δεν είναι χαζή!» «Το ότι είναι φίλη σου δεν αποτελεί αντεπιχείρημα» είπε ο Αλέξανδρος και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο το οποίο δεν έφτασε ποτέ τα μάτια του.
«Δεν ξέρω τι την έχει πιάσει σήμερα» είπε η Αλεξάνδρα σκεπτική, αγνοώντας πλήρως το σχόλιο του Αλέξανδρου. «Ακούγεται πάρα πολύ ταραγμένη, αλλά αν με ρωτήσεις τι έχει δεν ξέρω να σου απαντήσω. Είναι η δεύτερη φορά που μιλάμε στο τηλέφωνο σήμερα και πάλι δεν κατάφερα να καταλάβω τι την απασχολεί. Αμ το άλλο;» συνέχισε η Αλεξάνδρα τον μονόλογό της. «Όλη μέρα προσποιείται ότι δεν σε ξέρει, και μου έχει σπάσει τα νεύρα! Δεν καταλαβαίνει ότι δεν έχω όρεξη για τα παιχνίδια της σήμερα;»
«Αυτή την κοπέλα ποτέ δεν τη συμπάθησα» είπε ο Αλέξανδρος με έναν τόνο απαξίωσης και στιγμιαία η Αλεξάνδρα ένιωσε μια αρχέγονη ικανοποίηση. Ο Αλέξανδρος είχε διαλέξει εκείνη και καμία άλλη. Εκείνη μόνο ήταν η σπουδαιότερη γυναίκα γι’ αυτόν στον κόσμο. Άλλωστε δεν την είχε κυνηγήσει ως την άλλη άκρη της πόλης; Δεν την είχε βρει στο βενζινάδικο στη μέση του πουθενά; Στο βενζινάδικο… Στο βενζινάδικο! «Αλέξανδρε» είπε η Αλεξάνδρα και ένιωσε τον ίδιο της τον πανικό να την πνίγει «τι έγινε χτες βράδυ στο βενζινάδικο;»
«Ηρέμησε, αγαπημένη και μη σκοτίζεις το όμορφο κεφαλάκι σου με ανοησίες» της είπε ο Αλέξανδρος «Άστα όλα επάνω μου και όλα θα πάνε καλά» της είπε και την αγκάλιασε τόσο σφιχτά που προς στιγμήν η Αλεξάνδρα ξέχασε πόσο πολύ τον φοβόταν και θυμήθηκε την ασφάλεια που της προσέφερε πάντα η παρουσία του, την μυρωδιά του που έμενε πάνω στα σεντόνια της και μαρτυρούσε ότι ακόμα και αν δεν ήταν εκεί δίπλα της το πρωί, το προηγούμενο βράδυ την είχε επισκεφτεί για να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά.
«Πώς μπορείς να είσαι ακόμα τόσο καλός μαζί μου όταν σου έχω φερθεί τόσο άσχημα;» «Πώς μπορώ να μην είμαι, αγαπημένη; Εμείς οι δυο είμαστε ένα, το ξέχασες; Πώς μπορώ να μην αγαπάω το άλλο μου μισό; Μόνο μαζί σου αισθάνομαι ολόκληρος» και με αυτές τις λέξεις η Αλεξάνδρα χάθηκε…

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Σταμάτησε αργά δίπλα στο παρκάκι. Οι επιτηδευμένες κινήσεις της πρόδιδαν νευρικότητα και μια σκόπιμη τάση να καθυστερήσει. Το αναπόφευκτο.
Πριν ακόμα σβήσει τον κινητήρα, και χωρίς καν να έχει βγάλει το κράνος της, μπόρεσε να διακρίνει τη λεπτή σιλουέτα του Αλέξανδρου να κάθεται στο γνωστό παγκάκι. Η οικειότητα του μέρους την τρόμαξε – δεν είχαν βρεθεί μαζί στο μέρος αυτό παρά μόνο μία φορά – αλλά αποφάσισε να αναρωτηθεί για την προέλευση της κρυφής έλξης που ασκούσε πάνω της κάποια άλλη στιγμή.
Ο Αλέξανδρος γύρισε και την κοίταξε από μακριά. Σχεδόν μπορούσε να νιώσει το παγωμένο βλέμμα του να την διαπερνά, εξερευνητικά, και να φτάνει μέχρι το βάθος του μυαλού της. Μερικές φορές στο παρελθόν την είχε κάνει πιστέψει ότι μπορούσε, ότι με κάποιο μαγικό τρόπο διάβαζε τη σκέψη της – και αυτό την τρόμαζε…
Έσφιξε τα χείλη για να πάρει κουράγιο και κατευθύνθηκε προς τον Αλέξανδρο.
Λίγα βήματα αργότερα βρέθηκε μπροστά του. Οι ματιές τους συναντήθηκαν αστραπιαία, με μια ένταση πρωτόγνωρη, σαν να είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά. Ήταν σαν μια έκρηξη, μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο δυνάμεις που πολεμούσαν πότε η μία την άλλη και πότε αυτοκαταστρέφονταν.
Έμειναν έτσι για αρκετή ώρα, να κοιτάζονται χωρίς να μιλάνε. Μπορούσες σχεδόν να ακούσεις την προσμονή να πλανάται στον αέρα, παρόλα αυτά κανένας δεν υποχωρούσε.
Όσο διαρκούσε αυτό το παιχνίδι το μυαλό της Αλεξάνδρας στροβιλιζόταν σε μια άβυσσο αναμνήσεων. Δεν ήταν η καταλληλότερη ώρα, το ήξερε καλά, αλλά έμοιαζε αδύνατον να διώξει όλες αυτές τις εικόνες από τη σκέψη της. Και το χειρότερο, ήταν εικόνες ευτυχίας, μιας ευτυχίας τόσο εύθραυστης που ακόμα δεν είχε καταλήξει αν ήταν απλά μια ψευδαίσθηση ή αν την είχε ζήσει πραγματικά.
Για μια στιγμή, μια τόσο δα στιγμούλα, ξαναγύρισε πίσω, εκεί που ο Αλέξανδρος τη φίλησε για πρώτη φορά, τόσο απρόσμενα αλλά και τόσο φυσικά. Μπορούσε σχεδόν να νιώσει ξανά τη γεύση από τα χείλη του, τα χέρια του στο λαιμό της και την ανάσα του να μπαίνει στα πνευμόνια της. Βρέθηκε να περπατά πάλι δίπλα του σε εκείνο το σκοτεινό νεκροταφείο, τόσο τρομακτικό και τόσο ρομαντικό ταυτόχρονα, ακούγοντας πάλι τα πλάσματα της νύχτας να ουρλιάζουν δίπλα του, έτσι όπως ούρλιαζαν και οι δύο λίγο αργότερα από το πάθος της κτηνώδους ένωσης τους πάνω στα μαύρα σεντόνια του Αλέξανδρου.
Η φωνή του ήταν αυτή που έσπασε πρώτη τη σιωπή και την επανέφερε στην πραγματικότητα, μόνο που δεν ήταν σίγουρη πλέον ότι αυτό ήταν η πραγματικότητα. Ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν, τα μυαλό της να θολώνει, η φωνή του όμως ακουγόταν ακόμα πεντακάθαρα και τα λόγια του έπεφταν σαν σφυριές πάνω της…

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

«Ο Αλέξανδρος... Ο Αλέξανδρος!!... Πως με βρήκε; Τι έχει συμβεί;» Καθώς ρούφηξε άλλη μία γουλιά από τον καφέ της, που είχε ξανακρυώσει, ένιωσε το μυαλό της να πλημμυρίζει αναπάντητα ερωτήματα. «Γιατί δε θυμάμαι τίποτα;... Λιποθύμησα;» Ένας διαπεραστικός ήχος τρύπησε τη ροή των σκέψεών της. Τον αγνόησε. «Πρέπει να βρω τον Αλέξανδρο.. Πρέπει να του εξηγήσω. Κι αν...» «Χτυπάει κάποιο τηλέφωνο;... Τι ήθελα να σκεφτώ; Ναι! Πρέπει να τον βρω και να του τα πω όλα. Πόσο αφελής υπήρξα να πιστεύω ότι μπορώ να φύγω... να ξεφύγω, έτσι απλά και να αρχίσω από την αρχή. Ήθελα να αγοράσω μία καινούρια ζωή... σαν να αγόραζα καινούρια τσάντα...». Η ματιά της έπιασε την τσάντα της ανάμεσα στους αστραγάλους της. Ήταν μια παλιά τσάντα, αλλά καλοδιατηρημένη. Ήταν καφέ και είχε μαύρο τελείωμα Μαύρο, ή καφέ σκούρο. Σαν τα μάτια του. «Κάτι ήθελα να σκεφτώ.. Μα... Ο ήχος έρχεται από την τσάντα μου; Είναι το τηλέφωνο μου! Τι ήθελα να σκεφτώ; Ο Αλέξανδρος! Πρέπει να βρω τον Αλέξανδρο!...»
Άρπαξε την τσάντα της και το έβαλε στα πόδια. Ο ήχος του τηλεφώνου την aκολουθούσε σε κάθε της βήμα, μέχρι που σώπασε. Θα πήγαινε πίσω στο βενζινάδικο να βρει τον Αλέξανδρο. Θα τον ρωτούσε τι ήξερε. Όχι! Θα του έλεγε πρώτα εκείνη τα πάντα. Όχι! Καλύτερα να μην πάει! Κοκάλωσε. Κοίταξε γύρω της. Το βενζινάδικο δε φαινόταν πουθενά. Μα που βρίσκεται; Το τηλέφωνο άρχισε πάλι να χτυπάει. Έψαξε μέσα στην τσάντα της, έπιασε κάτι χαρτιά, βρήκε το τηλέφωνο. «Τι χαρτιά είναι αυτά;» Σήκωσε το τηλέφωνο. «Ναι;» Ήταν η Αλέκα. «Αλέκα; Αλέκα; Καλά είμαι, δεν ξέρω... Καλά είμαι νομίζω... Δεν ξέρω πού είμαι» «Μα τι χαρτιά ήταν αυτά;» Η Αλέκα φώναζε στη φίλη της χωρίς συνοχή. Τόσες ερωτήσεις. Πως να ξέρει όλες τις απαντήσεις; Το παλιό τραγούδι από τις Τρύπες άρχισε να σφυρίζει στο κεφάλι της: «...στάθηκαν πλάι μου υπάκουα σκυλιά, όλες οι απαντήσεις...». Μήπως η Αλέκα ξέρει; Μήπως ξέρει πού είναι ο Αλέξανδρος; Μήπως ξέρει τι έγινε χτες βράδυ; «Αλέκα... Είναι εκεί ο Αλέξανδρος; Τι εννοείς ποιος Αλέξανδρος; Ο Αλέξανδρος! Είναι εκεί;!» «Πως γίνεται να μην καταλαβαίνει; Τον ξέχασε; Ξέχασε τον Αλέξανδρο; Πως γίνεται να ξεχάσει τον Αλέξανδρο;!!» Η Αλεξάνδρα πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο πανικός της φίλης της έκανε το δικό της πανικό σιγά σιγά να ξεθυμαίνει. Άρχισε να ηρεμεί. Η ανάσα της σιγάνεψε, ο κρύος ιδρώτας της άρχισε να παίρνει τη θερμοκρασία του σώματός της, η καρδιά της αποφάσισε να τεμπελιάσει. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Καθησύχασε τη φίλη της και της υποσχέθηκε να την πάρει αργότερα. Έκλεισε το κινητό και έψαξε να βρει τη μηχανή της. Ήταν παρκαρισμένη δίπλα στην καντίνα. «Πώς είχε βρεθεί εκεί;» Το μαύρο μεταλλικό της χρώμα άστραψε στα μάτια της. Καθώς ανέβηκε στη σέλα, η γνώριμη (απατηλή;) αίσθηση σιγουριάς την κατέκλυσε Έβαλε μπρος και έφυγε. .. Για να ακολουθήσει το δρόμο που θα την έβγαζε από την αφέλειά της. Το δρόμο που ήξερε πως έπρεπε να ακολουθήσει. Γύρω της είδε τα σπίτια να απομακρύνονται και της φάνηκαν γκρίζα. Σαν την άσφαλτο. Όλα ήταν γκρίζα σήμερα. Και όπως γύρισε το κεφάλι της προς τον ορίζονται μπροστά της, τα χαρτιά στην τσάντα της γλίστρησαν και σκόρπισαν στον αέρα. Δεν γύρισε να τα πάρει. Ο Αλέξανδρος την περίμενε... Και ήξερε που.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Πώς ήταν δυνατόν να την περιμένει εκεί; Αφού τον άφησε μόλις τώρα πίσω της! Πώς ήταν δυνατόν να ήξερε, πριν εκείνη ακόμα το συνειδητοποιήσει, ότι θα κατέληγε σε εκείνο ακριβώς το σημείο στη μέση του πουθενά; Πώς γίνεται να την πρόλαβε αφού τον είχε αφήσει αναίσθητο να κοιμάται; Ή μήπως ήταν νεκρός;
Το χαμόγελο και η σιγουριά του την τρόμαξαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αντίδραση θα μπορούσε να είχε. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό της η ιδέα να καβαλήσει πάλι τη μηχανή της και να φύγει αλλά την στρίμωξε σε μια γωνίτσα μαζί με κάθε είδους φόβο που προσπαθούσε μανιασμένα να δραπετεύσει από το στήθος της και να ξεσκίσει όλο της το είναι. Προσπάθησε να ηρεμήσει την αναπνοή της καθώς αυτός άρχισε να την πλησιάζει. Δεν θα υπέκυπτε, αυτό ήταν αλήθεια! Μα πως την πρόλαβε; Πως ήξερε ότι θα έμενε από βενζίνη; Απόρησε με την απορία της. Άλλωστε ο τύπος ήξερε πάντα τα πάντα γι’ αυτή, εκείνη ήταν απλώς ένα αφελές μικρό κοριτσάκι έτσι δεν είναι; Έτσι δεν ήταν πάντα; Ο φόβος της την είχε παραλύσει! Το συναίσθημα της ελευθερίας που μόλις είχε βιώσει την χλεύαζε. Πόσο μα πόσο αφελής ήταν που νόμιζε ότι θα ξεμπέρδευε τόσο εύκολα;
«Αγαπημένη, ποια είναι τα τρία πράγματα που έχουμε πει ότι πάντοτε πρέπει να τσεκάρουμε πριν από ένα μεγάλο ταξίδι;». Τα αυτιά της βούιζαν από την προσπάθειά της να κερδίσει την αυτοκυριαρχία της. Ήταν δυνατόν αυτό που συνέβαινε; Εκείνος συνέχισε σαν να μην περίμενε απάντηση «Τσεκάρουμε πάντοτε τα φρένα, τα λάστιχα και το ντεπόζιτο με τη βενζίνη, έτσι δεν είναι;» Η Αλεξάνδρα ακολούθησε με το βλέμμα της τον καπνό του τσιγάρου του που διέγραφε απόλυτα συμμετρικούς ομόκεντρους κύκλους. Ποιες ήταν οι επιλογές της; Δεν είχε βενζίνη. Άρα δεν μπορούσε να φύγει. Κοίταξε γύρω της. Μόνο ένας υπάλληλος υπήρχε στο βενζινάδικο και αυτός δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται και πολύ για το τι συνέβαινε γύρω του. Αν φώναζε θα ερχόταν άραγε να την βοηθήσει; «Έτσι δεν είναι, αγαπημένη;» Η ερώτησή του την ανάγκασε να στρέψει το βλέμμα της πάνω του. «Έτσι είναι» είπε και άκουσε τη φωνή της να σβήνει. Όλα γύρω της σκοτείνιασαν.
Το επόμενο πράγμα που αιστάνθηκε η Αλεξάνδρα ήταν η παγωμένη κούπα καφέ στο χέρι της και η αίσθηση του ξαναζεσταμένου καφέ στο στόμα της. Αναρωτήθηκε πώς γίνεται ένας καφές που καυχιέται για την ντελικάτη γαλλική του προέλευση να έχει γεύση που της θύμιζε κάτι μεταξύ χώματος και σιδήρου. Καθώς συλλογιζόταν τις προσδοκίες που δημιουργεί η προέλευση ενός προϊόντος στον καταναλωτή του και εάν θα έπρεπε ο ελληνικός καφές να μυρίζει θάλασσα και τζατζίκι, συνειδητοποίησε ότι κρύωνε. Και με αυτή τη συνειδητοποίηση, ερωτήσεις μικρές και μεγάλες στριμώχτηκαν στο μυαλό της διεκδικώντας ταυτόχρονα απαντήσεις. Πού βρισκόταν; Πώς έφτασε ως εδώ; Τι ώρα είναι; Είναι με τη μηχανή; Πού είναι η τσάντα της; Γιατί φοράει φουστάνι; Γιατί πίνει γαλλικό καφέ αφού τον σιχαίνεται; Έχει λεφτά; Πετάχτηκε πάνω. «Πού είναι η μηχανή;» Το μυαλό της βούιζε σαν μελίσσι. Κοίταζε ξέφρενη γύρω της και τίποτε δεν έβγαζε νόημα. Ξαφνικά μια θύμηση έβαλε τέλος σε κάθε σκέψη: «ο Αλέξανδρος… την περίμενε… στο βενζινάδικο;;;;;». Τα πόδια της σταμάτησαν να την κρατάνε και κάθισε, κομματάκι απότομα, στον καταλερωμένο πάγκο ο οποίος υποχώρησε με γκρίνια κάνοντας τους θαμώνες να γκρινίαξουν μαζί του. «Μα καλά, τι σκατά συνέβη χθες βράδυ;»

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Δεν πήρε παραπάνω από ένα λεπτό για να το αποφασίσει η δύστυχη Αλεξάνδρα.
Μάζεψε τα λιγοστά της πράγματα σε μια βαλίτσα, με το βλέμμα της να μην μπορεί να ξεκολλήσει από το σώμα του άνδρα που βρισκόταν στο κρεβάτι.
Βγαίνοντας από το σπίτι γύρισε και κοίταξε πίσω της, φευγαλέα. Ήξερε ήδη που θα πήγαινε και ήξερε επίσης ότι δεν θα ήταν εύκολο να φτάσει εκεί. Αλλά ήταν πλέον αποφασισμένη και το μόνο που την ενοχλούσε ήταν μια υποψία, ένα σαρκαστικό γελάκι από τον εαυτό της, που της υπενθύμιζε ότι στην ουσία το έσκαγε, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ της.
Αυτό που γύρισε ανάποδα την γκριμάτσα στο πρόσωπό της, και τη μετέτρεψε σε σαρδόνιο χαμόγελο, ήταν η αίσθηση της σέλας. Επάνω στην νέα της μηχανή, δώρο δικό του πριν μερικούς μήνες, ένιωθε σιγουριά. Είχε ήδη τακτοποιήσει στο πίσω μέρος τη μικρή της βαλίτσα όταν έθεσε σε λειτουργία τoν κινητήρα. Το γνώριμο, γλυκό και βαρύ, γουργουρητό ήρθε απλά να επιβεβαιώσει την ορθότητα της υπέρβασής της. Τώρα ένιωθε καλά, και κάθε δισταγμός εξαφανίστηκε καθώς κυλούσε αργά προς τον δρόμο.
Σε λίγα λεπτά βρισκόταν στον αυτοκινητόδρομο. Ανέβαζε ρυθμό ομαλά, σαν να μην βιαζόταν, παρόλα αυτά ένιωθε ότι ήδη τα τοπία έφευγαν πίσω της με ανατριχιαστική ταχύτητα. Σαν τη ζωή που άφηνε, άφησε, πίσω της, κυνηγώντας ένα όνειρο, κάτι το απραγματοποίητο και απόλυτα αφελές.
Αφελές? Αυτή ακριβώς η αφέλεια ήταν που τη στοίχειωνε τόσο χρόνια, αυτοπροσδιοριζόμενη με επιτακτικό τρόπο σαν τη μεγάλη της αδυναμία. Και είχε αποφασίσει να μην είναι από τα πράγματα που θα έπαιρνε μαζί της.
Το χείμαρρο των σκέψεών της, άλλοτε επικριτικών και άλλοτε επιδοκιμαστικών, διέκοψε το κόκκινο λαμπάκι που την ειδοποιούσε ότι ο ανεφοδιασμός σε καύσιμα ήταν παραπάνω από επιτακτική ανάγκη. Μπλεγμένη σε έναν ιστό συναισθημάτων, προβληματισμών και ονειροπόλησης, δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσα χιλιόμετρα είχε καταπιεί. Η προοπτική του να χρειαστεί να σταματήσει στη μέση της ερημίας, μόνη της, κάθε άλλο παρά την ενθουσίαζε και πιθανά θα σηματοδοτούσε και το τέλος του ταξιδιού της.
Άρχισε να ψάχνει, με βλέμμα διεισδυτικό, για τον κοντινότερο σταθμό ανεφοδιασμού, τρυπώντας με τα μάτια της το βαθύ σκοτάδι πολύ μακρύτερα από ότι φώτιζαν οι προβολείς της. Ό,τι δηλαδή έκανε πάντα στη ζωή της.
Τα χαρακτηριστικά φώτα στο βάθος ήρθαν να τη λυτρώσουν, λίγα λεπτά αργότερα. Έστριψε αργά και μπήκε στο πρατήριο. Σταμάτησε μπροστά στην αντλία, έβγαλε το κράνος της και ξεφύσηξε με ανακούφιση.
Και τότε πάγωσε.