Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Δεν πήρε παραπάνω από ένα λεπτό για να το αποφασίσει η δύστυχη Αλεξάνδρα.
Μάζεψε τα λιγοστά της πράγματα σε μια βαλίτσα, με το βλέμμα της να μην μπορεί να ξεκολλήσει από το σώμα του άνδρα που βρισκόταν στο κρεβάτι.
Βγαίνοντας από το σπίτι γύρισε και κοίταξε πίσω της, φευγαλέα. Ήξερε ήδη που θα πήγαινε και ήξερε επίσης ότι δεν θα ήταν εύκολο να φτάσει εκεί. Αλλά ήταν πλέον αποφασισμένη και το μόνο που την ενοχλούσε ήταν μια υποψία, ένα σαρκαστικό γελάκι από τον εαυτό της, που της υπενθύμιζε ότι στην ουσία το έσκαγε, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ της.
Αυτό που γύρισε ανάποδα την γκριμάτσα στο πρόσωπό της, και τη μετέτρεψε σε σαρδόνιο χαμόγελο, ήταν η αίσθηση της σέλας. Επάνω στην νέα της μηχανή, δώρο δικό του πριν μερικούς μήνες, ένιωθε σιγουριά. Είχε ήδη τακτοποιήσει στο πίσω μέρος τη μικρή της βαλίτσα όταν έθεσε σε λειτουργία τoν κινητήρα. Το γνώριμο, γλυκό και βαρύ, γουργουρητό ήρθε απλά να επιβεβαιώσει την ορθότητα της υπέρβασής της. Τώρα ένιωθε καλά, και κάθε δισταγμός εξαφανίστηκε καθώς κυλούσε αργά προς τον δρόμο.
Σε λίγα λεπτά βρισκόταν στον αυτοκινητόδρομο. Ανέβαζε ρυθμό ομαλά, σαν να μην βιαζόταν, παρόλα αυτά ένιωθε ότι ήδη τα τοπία έφευγαν πίσω της με ανατριχιαστική ταχύτητα. Σαν τη ζωή που άφηνε, άφησε, πίσω της, κυνηγώντας ένα όνειρο, κάτι το απραγματοποίητο και απόλυτα αφελές.
Αφελές? Αυτή ακριβώς η αφέλεια ήταν που τη στοίχειωνε τόσο χρόνια, αυτοπροσδιοριζόμενη με επιτακτικό τρόπο σαν τη μεγάλη της αδυναμία. Και είχε αποφασίσει να μην είναι από τα πράγματα που θα έπαιρνε μαζί της.
Το χείμαρρο των σκέψεών της, άλλοτε επικριτικών και άλλοτε επιδοκιμαστικών, διέκοψε το κόκκινο λαμπάκι που την ειδοποιούσε ότι ο ανεφοδιασμός σε καύσιμα ήταν παραπάνω από επιτακτική ανάγκη. Μπλεγμένη σε έναν ιστό συναισθημάτων, προβληματισμών και ονειροπόλησης, δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσα χιλιόμετρα είχε καταπιεί. Η προοπτική του να χρειαστεί να σταματήσει στη μέση της ερημίας, μόνη της, κάθε άλλο παρά την ενθουσίαζε και πιθανά θα σηματοδοτούσε και το τέλος του ταξιδιού της.
Άρχισε να ψάχνει, με βλέμμα διεισδυτικό, για τον κοντινότερο σταθμό ανεφοδιασμού, τρυπώντας με τα μάτια της το βαθύ σκοτάδι πολύ μακρύτερα από ότι φώτιζαν οι προβολείς της. Ό,τι δηλαδή έκανε πάντα στη ζωή της.
Τα χαρακτηριστικά φώτα στο βάθος ήρθαν να τη λυτρώσουν, λίγα λεπτά αργότερα. Έστριψε αργά και μπήκε στο πρατήριο. Σταμάτησε μπροστά στην αντλία, έβγαλε το κράνος της και ξεφύσηξε με ανακούφιση.
Και τότε πάγωσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: