Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Σταμάτησε αργά δίπλα στο παρκάκι. Οι επιτηδευμένες κινήσεις της πρόδιδαν νευρικότητα και μια σκόπιμη τάση να καθυστερήσει. Το αναπόφευκτο.
Πριν ακόμα σβήσει τον κινητήρα, και χωρίς καν να έχει βγάλει το κράνος της, μπόρεσε να διακρίνει τη λεπτή σιλουέτα του Αλέξανδρου να κάθεται στο γνωστό παγκάκι. Η οικειότητα του μέρους την τρόμαξε – δεν είχαν βρεθεί μαζί στο μέρος αυτό παρά μόνο μία φορά – αλλά αποφάσισε να αναρωτηθεί για την προέλευση της κρυφής έλξης που ασκούσε πάνω της κάποια άλλη στιγμή.
Ο Αλέξανδρος γύρισε και την κοίταξε από μακριά. Σχεδόν μπορούσε να νιώσει το παγωμένο βλέμμα του να την διαπερνά, εξερευνητικά, και να φτάνει μέχρι το βάθος του μυαλού της. Μερικές φορές στο παρελθόν την είχε κάνει πιστέψει ότι μπορούσε, ότι με κάποιο μαγικό τρόπο διάβαζε τη σκέψη της – και αυτό την τρόμαζε…
Έσφιξε τα χείλη για να πάρει κουράγιο και κατευθύνθηκε προς τον Αλέξανδρο.
Λίγα βήματα αργότερα βρέθηκε μπροστά του. Οι ματιές τους συναντήθηκαν αστραπιαία, με μια ένταση πρωτόγνωρη, σαν να είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά. Ήταν σαν μια έκρηξη, μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο δυνάμεις που πολεμούσαν πότε η μία την άλλη και πότε αυτοκαταστρέφονταν.
Έμειναν έτσι για αρκετή ώρα, να κοιτάζονται χωρίς να μιλάνε. Μπορούσες σχεδόν να ακούσεις την προσμονή να πλανάται στον αέρα, παρόλα αυτά κανένας δεν υποχωρούσε.
Όσο διαρκούσε αυτό το παιχνίδι το μυαλό της Αλεξάνδρας στροβιλιζόταν σε μια άβυσσο αναμνήσεων. Δεν ήταν η καταλληλότερη ώρα, το ήξερε καλά, αλλά έμοιαζε αδύνατον να διώξει όλες αυτές τις εικόνες από τη σκέψη της. Και το χειρότερο, ήταν εικόνες ευτυχίας, μιας ευτυχίας τόσο εύθραυστης που ακόμα δεν είχε καταλήξει αν ήταν απλά μια ψευδαίσθηση ή αν την είχε ζήσει πραγματικά.
Για μια στιγμή, μια τόσο δα στιγμούλα, ξαναγύρισε πίσω, εκεί που ο Αλέξανδρος τη φίλησε για πρώτη φορά, τόσο απρόσμενα αλλά και τόσο φυσικά. Μπορούσε σχεδόν να νιώσει ξανά τη γεύση από τα χείλη του, τα χέρια του στο λαιμό της και την ανάσα του να μπαίνει στα πνευμόνια της. Βρέθηκε να περπατά πάλι δίπλα του σε εκείνο το σκοτεινό νεκροταφείο, τόσο τρομακτικό και τόσο ρομαντικό ταυτόχρονα, ακούγοντας πάλι τα πλάσματα της νύχτας να ουρλιάζουν δίπλα του, έτσι όπως ούρλιαζαν και οι δύο λίγο αργότερα από το πάθος της κτηνώδους ένωσης τους πάνω στα μαύρα σεντόνια του Αλέξανδρου.
Η φωνή του ήταν αυτή που έσπασε πρώτη τη σιωπή και την επανέφερε στην πραγματικότητα, μόνο που δεν ήταν σίγουρη πλέον ότι αυτό ήταν η πραγματικότητα. Ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν, τα μυαλό της να θολώνει, η φωνή του όμως ακουγόταν ακόμα πεντακάθαρα και τα λόγια του έπεφταν σαν σφυριές πάνω της…

Δεν υπάρχουν σχόλια: