Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Πώς ήταν δυνατόν να την περιμένει εκεί; Αφού τον άφησε μόλις τώρα πίσω της! Πώς ήταν δυνατόν να ήξερε, πριν εκείνη ακόμα το συνειδητοποιήσει, ότι θα κατέληγε σε εκείνο ακριβώς το σημείο στη μέση του πουθενά; Πώς γίνεται να την πρόλαβε αφού τον είχε αφήσει αναίσθητο να κοιμάται; Ή μήπως ήταν νεκρός;
Το χαμόγελο και η σιγουριά του την τρόμαξαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αντίδραση θα μπορούσε να είχε. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό της η ιδέα να καβαλήσει πάλι τη μηχανή της και να φύγει αλλά την στρίμωξε σε μια γωνίτσα μαζί με κάθε είδους φόβο που προσπαθούσε μανιασμένα να δραπετεύσει από το στήθος της και να ξεσκίσει όλο της το είναι. Προσπάθησε να ηρεμήσει την αναπνοή της καθώς αυτός άρχισε να την πλησιάζει. Δεν θα υπέκυπτε, αυτό ήταν αλήθεια! Μα πως την πρόλαβε; Πως ήξερε ότι θα έμενε από βενζίνη; Απόρησε με την απορία της. Άλλωστε ο τύπος ήξερε πάντα τα πάντα γι’ αυτή, εκείνη ήταν απλώς ένα αφελές μικρό κοριτσάκι έτσι δεν είναι; Έτσι δεν ήταν πάντα; Ο φόβος της την είχε παραλύσει! Το συναίσθημα της ελευθερίας που μόλις είχε βιώσει την χλεύαζε. Πόσο μα πόσο αφελής ήταν που νόμιζε ότι θα ξεμπέρδευε τόσο εύκολα;
«Αγαπημένη, ποια είναι τα τρία πράγματα που έχουμε πει ότι πάντοτε πρέπει να τσεκάρουμε πριν από ένα μεγάλο ταξίδι;». Τα αυτιά της βούιζαν από την προσπάθειά της να κερδίσει την αυτοκυριαρχία της. Ήταν δυνατόν αυτό που συνέβαινε; Εκείνος συνέχισε σαν να μην περίμενε απάντηση «Τσεκάρουμε πάντοτε τα φρένα, τα λάστιχα και το ντεπόζιτο με τη βενζίνη, έτσι δεν είναι;» Η Αλεξάνδρα ακολούθησε με το βλέμμα της τον καπνό του τσιγάρου του που διέγραφε απόλυτα συμμετρικούς ομόκεντρους κύκλους. Ποιες ήταν οι επιλογές της; Δεν είχε βενζίνη. Άρα δεν μπορούσε να φύγει. Κοίταξε γύρω της. Μόνο ένας υπάλληλος υπήρχε στο βενζινάδικο και αυτός δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται και πολύ για το τι συνέβαινε γύρω του. Αν φώναζε θα ερχόταν άραγε να την βοηθήσει; «Έτσι δεν είναι, αγαπημένη;» Η ερώτησή του την ανάγκασε να στρέψει το βλέμμα της πάνω του. «Έτσι είναι» είπε και άκουσε τη φωνή της να σβήνει. Όλα γύρω της σκοτείνιασαν.
Το επόμενο πράγμα που αιστάνθηκε η Αλεξάνδρα ήταν η παγωμένη κούπα καφέ στο χέρι της και η αίσθηση του ξαναζεσταμένου καφέ στο στόμα της. Αναρωτήθηκε πώς γίνεται ένας καφές που καυχιέται για την ντελικάτη γαλλική του προέλευση να έχει γεύση που της θύμιζε κάτι μεταξύ χώματος και σιδήρου. Καθώς συλλογιζόταν τις προσδοκίες που δημιουργεί η προέλευση ενός προϊόντος στον καταναλωτή του και εάν θα έπρεπε ο ελληνικός καφές να μυρίζει θάλασσα και τζατζίκι, συνειδητοποίησε ότι κρύωνε. Και με αυτή τη συνειδητοποίηση, ερωτήσεις μικρές και μεγάλες στριμώχτηκαν στο μυαλό της διεκδικώντας ταυτόχρονα απαντήσεις. Πού βρισκόταν; Πώς έφτασε ως εδώ; Τι ώρα είναι; Είναι με τη μηχανή; Πού είναι η τσάντα της; Γιατί φοράει φουστάνι; Γιατί πίνει γαλλικό καφέ αφού τον σιχαίνεται; Έχει λεφτά; Πετάχτηκε πάνω. «Πού είναι η μηχανή;» Το μυαλό της βούιζε σαν μελίσσι. Κοίταζε ξέφρενη γύρω της και τίποτε δεν έβγαζε νόημα. Ξαφνικά μια θύμηση έβαλε τέλος σε κάθε σκέψη: «ο Αλέξανδρος… την περίμενε… στο βενζινάδικο;;;;;». Τα πόδια της σταμάτησαν να την κρατάνε και κάθισε, κομματάκι απότομα, στον καταλερωμένο πάγκο ο οποίος υποχώρησε με γκρίνια κάνοντας τους θαμώνες να γκρινίαξουν μαζί του. «Μα καλά, τι σκατά συνέβη χθες βράδυ;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: