Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

«Ο Αλέξανδρος... Ο Αλέξανδρος!!... Πως με βρήκε; Τι έχει συμβεί;» Καθώς ρούφηξε άλλη μία γουλιά από τον καφέ της, που είχε ξανακρυώσει, ένιωσε το μυαλό της να πλημμυρίζει αναπάντητα ερωτήματα. «Γιατί δε θυμάμαι τίποτα;... Λιποθύμησα;» Ένας διαπεραστικός ήχος τρύπησε τη ροή των σκέψεών της. Τον αγνόησε. «Πρέπει να βρω τον Αλέξανδρο.. Πρέπει να του εξηγήσω. Κι αν...» «Χτυπάει κάποιο τηλέφωνο;... Τι ήθελα να σκεφτώ; Ναι! Πρέπει να τον βρω και να του τα πω όλα. Πόσο αφελής υπήρξα να πιστεύω ότι μπορώ να φύγω... να ξεφύγω, έτσι απλά και να αρχίσω από την αρχή. Ήθελα να αγοράσω μία καινούρια ζωή... σαν να αγόραζα καινούρια τσάντα...». Η ματιά της έπιασε την τσάντα της ανάμεσα στους αστραγάλους της. Ήταν μια παλιά τσάντα, αλλά καλοδιατηρημένη. Ήταν καφέ και είχε μαύρο τελείωμα Μαύρο, ή καφέ σκούρο. Σαν τα μάτια του. «Κάτι ήθελα να σκεφτώ.. Μα... Ο ήχος έρχεται από την τσάντα μου; Είναι το τηλέφωνο μου! Τι ήθελα να σκεφτώ; Ο Αλέξανδρος! Πρέπει να βρω τον Αλέξανδρο!...»
Άρπαξε την τσάντα της και το έβαλε στα πόδια. Ο ήχος του τηλεφώνου την aκολουθούσε σε κάθε της βήμα, μέχρι που σώπασε. Θα πήγαινε πίσω στο βενζινάδικο να βρει τον Αλέξανδρο. Θα τον ρωτούσε τι ήξερε. Όχι! Θα του έλεγε πρώτα εκείνη τα πάντα. Όχι! Καλύτερα να μην πάει! Κοκάλωσε. Κοίταξε γύρω της. Το βενζινάδικο δε φαινόταν πουθενά. Μα που βρίσκεται; Το τηλέφωνο άρχισε πάλι να χτυπάει. Έψαξε μέσα στην τσάντα της, έπιασε κάτι χαρτιά, βρήκε το τηλέφωνο. «Τι χαρτιά είναι αυτά;» Σήκωσε το τηλέφωνο. «Ναι;» Ήταν η Αλέκα. «Αλέκα; Αλέκα; Καλά είμαι, δεν ξέρω... Καλά είμαι νομίζω... Δεν ξέρω πού είμαι» «Μα τι χαρτιά ήταν αυτά;» Η Αλέκα φώναζε στη φίλη της χωρίς συνοχή. Τόσες ερωτήσεις. Πως να ξέρει όλες τις απαντήσεις; Το παλιό τραγούδι από τις Τρύπες άρχισε να σφυρίζει στο κεφάλι της: «...στάθηκαν πλάι μου υπάκουα σκυλιά, όλες οι απαντήσεις...». Μήπως η Αλέκα ξέρει; Μήπως ξέρει πού είναι ο Αλέξανδρος; Μήπως ξέρει τι έγινε χτες βράδυ; «Αλέκα... Είναι εκεί ο Αλέξανδρος; Τι εννοείς ποιος Αλέξανδρος; Ο Αλέξανδρος! Είναι εκεί;!» «Πως γίνεται να μην καταλαβαίνει; Τον ξέχασε; Ξέχασε τον Αλέξανδρο; Πως γίνεται να ξεχάσει τον Αλέξανδρο;!!» Η Αλεξάνδρα πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο πανικός της φίλης της έκανε το δικό της πανικό σιγά σιγά να ξεθυμαίνει. Άρχισε να ηρεμεί. Η ανάσα της σιγάνεψε, ο κρύος ιδρώτας της άρχισε να παίρνει τη θερμοκρασία του σώματός της, η καρδιά της αποφάσισε να τεμπελιάσει. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Καθησύχασε τη φίλη της και της υποσχέθηκε να την πάρει αργότερα. Έκλεισε το κινητό και έψαξε να βρει τη μηχανή της. Ήταν παρκαρισμένη δίπλα στην καντίνα. «Πώς είχε βρεθεί εκεί;» Το μαύρο μεταλλικό της χρώμα άστραψε στα μάτια της. Καθώς ανέβηκε στη σέλα, η γνώριμη (απατηλή;) αίσθηση σιγουριάς την κατέκλυσε Έβαλε μπρος και έφυγε. .. Για να ακολουθήσει το δρόμο που θα την έβγαζε από την αφέλειά της. Το δρόμο που ήξερε πως έπρεπε να ακολουθήσει. Γύρω της είδε τα σπίτια να απομακρύνονται και της φάνηκαν γκρίζα. Σαν την άσφαλτο. Όλα ήταν γκρίζα σήμερα. Και όπως γύρισε το κεφάλι της προς τον ορίζονται μπροστά της, τα χαρτιά στην τσάντα της γλίστρησαν και σκόρπισαν στον αέρα. Δεν γύρισε να τα πάρει. Ο Αλέξανδρος την περίμενε... Και ήξερε που.

Δεν υπάρχουν σχόλια: