Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

«Κάποτε είχα ακούσει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε τις ίδιες αδυναμίες. Το μυαλό μας είναι προγραμματισμένο να μας φυλακίζει μέσα σε πάθη κρατώντας μας δέσμιους λυσσασμένων συναισθημάτων. Ο έρωτας εναλλάσσεται με την οργή, το σεξ με την εγκατάλειψη. Λένε ότι όλοι έχουμε τις ίδιες αδυναμίες και δεν θα πρέπει να νιώθουμε ανώτεροι από κάποιον άλλο, μόνο και μόνο επειδή την προκειμένη στιγμή αυτός ο άλλος εκφράζει τις αδυναμίες που δεν εκφράζουμε εμείς. Ένας απ' αυτούς τους εξυπνάκηδες τους φιλόσοφους δεν το είπε αυτό; Ένας Σοπενχάουερ νομίζω. Μαλακίες. Ο περισσότερος κόσμος κρύβει μέσα του κάτι που έχει κάνει που δεν θα το πει ποτέ σε κανέναν. Εκτός ίσως από τον γαμημένο τον Δαλάι Λάμα. Δεν σου έχει συμβεί να βασανίσεις ένα ζώο; Να πληγώσεις κάποιον που ξέρεις ότι δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει; Οι δυνατοί πατάνε τους αδύνατους. Όποτε μπορείς, το κάνεις κι εσύ. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι πάντα. Απλά μερικοί από εμάς έχουμε την κράση να βαδίζουμε σταθερά ενώ άλλοι αφήνουν τα συναισθήματά τους να τους βάζουν τρικλοποδιές σε κάθε βήμα. Εγώ ανήκω στην πρώτη κατηγορία. Η Αλεξάνδρα στη δεύτερη. Η Αλεξάνδρα νιώθει ντροπή, αδυναμία, πανικό, άγχος και ότι άλλο συναίσθημα μπορεί να χωρέσει το μυαλουδάκι της για να τη βασανίζει. Αν φωνάξει μετά θα ζητήσει συγνώμη, αν σκεφτεί κάτι “κακό” θα κάνει ότι μπορεί για να εξιλεωθεί για τις σκέψεις της. Το μυαλό της δεν αντέχει στην ιδέα ότι μπορεί να γίνει υπεύθυνη για τον πόνο κάποιου άλλου. Ούτε ενός γατιού! Τι αδύναμη! Τι αφελής! Τι εξάρτηση από ανούσιες λέξεις όπως αγάπη, σιγουριά, φιλία, έρωτας. Δε μπα να λένε οι μαλάκες οι φιλόσοφοι ότι θέλουνε! Εγώ έχω εξελιχθεί σε ανώτερο είδος! Έχω ανέβει ψηλά και φτύνω στα μούτρα τους ενώ εκείνοι αναρωτιούνται αν βρέχει!... Την Αλεξάνδρα όμως τη θέλω. Δεν ξέρω γιατί. Αλλά τη θέλω. Στην αρχή ήθελα να τη μάθω να είναι ελεύθερη από τα συναισθήματά της. Γρήγορα κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Αφού λοιπόν δεν μπορεί να προστατέψει εκείνη τον εαυτό της, θα την προστατεύσω εγώ. Δεν το ξέρει, αλλά πολλές φορές περνάω από το σπίτι της όταν κοιμάται μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ ότι είναι καλά.. και μόνη της. Είναι τόσο αφελής, που νομίζει ότι μπορεί να φύγει! Δεν μπορεί. Γιατί τότε θα πρέπει το μυαλουδάκι της να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει όλα όσα έχει κάνει. Και κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Δεν μπορεί να φύγει. Γιατί τότε έγώ τι θα γίνω;»
Ο Αλέξανδρος ένιωθε αλήθεια ένα με την Αλεξάνδρα. Δεν καταλάβαινε το λόγο που εκείνη δεν μπορούσε να το αντιληφθεί αλλά το απέδιδε στον συναισθηματισμό της. Η μήπως δεν ήθελε να το δεχτεί; Η Αλεξάνδρα είχε πονέσει πολύ στο παρελθόν. Οι έρωτες είχαν έρθει απρόσκλητοι, είχαν γκρεμίσει με μια ανάσα τα τείχη της και την είχαν ισοπεδώσει ξανά και ξανά. Καθένας τους είχε πάρει ένα κομμάτι της και είχε φύγει αφήνοντας πίσω ένα πακέτο τσιγάρα και ένα μπουκάλι τεκίλα. Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε. Το ουίσκι δεν μπορούσε ούτε να το μυρίσει η Αλεξάνδρα. Τουλάχιστον όμως πίνει τεκίλα και όχι αυτά τα ξενέρωτα τα τζιν και τα μαρτίνι.
Ο Αλέξανδρος ήξερε πόσο είχε πονέσει η Αλεξάνδρα. Και αυτό τον θύμωνε. Ήξερε πόσο είχε τρομάξει από τον ίδιο της τον εαυτό. Πως μια μέρα κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και δεν ήξερε ποια είναι και γιατί ζει. Έτσι την βρήκε. Εκείνη την απελπισμένη βραδιά στο νεκροταφείο. Το νεκροταφείο είναι πάντα το καταφύγιο αυτών που ζηλεύουν λίγη απ' τη γαλήνη των νεκρών. Οι ήχοι ή και τα ουρλιαχτά των πλασμάτων που ζουν στο νεκροταφείο, ακόμα και τα ουρλιαχτά του μυαλού σου, δεν μπορούν να ταράξουν την αιώνια γαλήνη των νεκρών. Τη σιωπή τους. Αν το σκεφτείς, δεν είναι παρά ένα μάτσο ξύλα και οργανική ύλη που τα τρώνε τα σκουλήκια. Ο Αλέξανδρος δεν πίστευε σε κανένα Θεό και έτσι δεν θεωρούσε πιθανό να συνεχίζει το πνεύμα να ζει είτε σε μεγάλους κήπους είτε σε καζάνια με φωτιές και πολύ λιγότερο μέσα σε άλλους ανθρώπους ή ζώα. Οι μόνες στιγμές που ένιωθε ο Αλέξανδρος κάποια επαφή με κάτι ανώτερο ήταν στο νεκροταφείο. Αυτή η σιωπή που δεν κατάφερναν να τη διαλύσουν ούτε οι ήχοι της κίνησης, ούτε οι ήχοι των ζωντανών πλασμάτων, ανθρώπινων και μη. Εκεί τη βρήκε την Αλεξάνδρα. Να ουρλιάζει σιωπηλά και να περιφέρεται χωρίς σκοπό, σαν να είχε σηκωθεί κατά λάθος από έναν από τους τάφους και να έψαχνε απεγνωσμένα το δρόμο για να γυρίσει πίσω. Δεν έψαχνε το φως η Αλεξάνδρα. Έψαχνε το σκοτάδι. Ήταν βέβαιος. Και για ένα ακόμα πράγμα ήταν βέβαιος. Ότι την ήθελε. Και ότι θα ήτανε για πάντα ένα.
Και η Αλεξάνδρα το ήξερε. Τον αγάπησε πολύ. Στηρίχτηκε πάνω του. Τον αγάπησεόσο κανένας ποτέ δεν τον είχε αγαπήσει. Ο Αλέξανδρος δεν είχε πολλές μνήμες από την παιδική του ηλικία. Όχι ότι αυτό είχε πολλή σημασία. Θυμάται μόνο μία έντονη μυρωδιά από ουίσκι και τη μορφή του πατέρα του από πάνω του. Η μητέρα του είχε φύγει όταν ήτανε πέντε. Όχι ότι την κατηγορούσε. Απλά θα προτιμούσε να τον είχε πάρει μαζί της. Ο αδύνατος πάντα θα τρίβεται κάτω από τη σόλα του δυνατού.
Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι... πάντα.
Κάτι πρέπει να κάνει με αυτή την Αλέκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: