Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Η Αλέκα πετάχτηκε ιδρωμένη. Μόλις είχε δεί έναν εφιάλτη. Μπορούσε ακόμα να νιώσει την καυτή ανάσα μιας απειλής, απροσδιόριστης όσο και απόλυτα τρομακτικής.
Για άλλη μια φορά δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε ταράξει τόσο τον ύπνο, ο σύμβουλος ύπνου της είχε πεί κάποτε οτι αυτό είναι απόλυτα λογικό, η ίδια όμως θύμωνε. Πίστευε ακράδαντα οτι τίποτα δεν είναι τυχαίο και οτι η καινούργια φουρνιά από άσχημα όνειρα πήγαζε από κάπου. Αν μπορούσε να τα θυμάται θα έβρισκε και την αιτία...
Σηκώθηκε αργά απο το κρεβάτι και έσυρε το βήμα της στο μπάνιο. Καθώς περνούσε από τον τεράστιο καθρέφτη παρατήρησε το γυμνό, γεμάτο τατουάζ, κορμί της. Για άλλη μια φορά το βλέμμα της μαγνητίστηκε απο την μεγάλη ουλή κάτω από το δεξί της στήθος, κληρονομιά μιας νύχτας που δεν ήθελε να θυμάται και που, ακόμα και τώρα, δεν μπορούσε να ξεπεράσει.
Το κρύο νερό την ξύπνησε τελείως και μετά από λίγες στιγμές βρισκόταν στην κουζίνα, μπροστά στο ανοιχτό laptop της, με μια κούπα ζεστού καφέ δίπλα της. Η εισερχόμενη αλληλογραφία της ήταν, ως συνήθως, περιορισμένη. Ξεκίνησε να διαβάζει τις ειδήσεις, ξεπερνώντας αδιάφορα το συνηθισμένο πολιτικοοικονομικό ρεπορτάζ.
Ξαφνικά η ματιά της έπεσε σε μια φωτογραφία. Το άρθρο αναφερόταν στις κινητοποιήσεις των κατοίκων μιας περιοχής στα βόρεια για τη σωτηρία ενός πάρκου, συνοδευόμενο από πλούσιο οπτικό υλικό, και θα ήταν κάτι παραπάνω από αδιάφορο για την Αλέκα αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη εικόνα. Κάπου εκεί, ανάμεσα στο πλήθος που φαινόταν να αδιαφορεί για τον φωτογράφο, διέκρινε μια γνώριμη φιγούρα. Μια σκοτεινή μορφή που κοιτούσε ίσια στο φακό, παρόλο που βρισκόταν μακριά και πίσω από τη λαοθάλασσα των εξεγερμένων. Σαν να έψαχνε κάτι μέσα στο φακό.
«Αυτό είναι απολύτως αδύνατον», ψέλλισε η Αλέκα και την ίδια στιγμή ένιωσε το ίδιο συναίσθημα που είχε όταν ξύπνησε το πρωί.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να σιγουρευτεί ότι δεν κάνει λάθος ενώ το αίμα της είχε ξεκινήσει να βράζει. Όχι, ΠΡΕΠΕΙ να κάνει λάθος, δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό.
Έκλεισε με φούρια το laptop και έτρεξε στο υπνοδωμάτιο. Φόρεσε βιαστικά ό,τι βρήκε μπροστά της, όσο παράταιρες και αν ήταν μεταξύ τους οι επιλογές της, και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Άρπαξε τα κλειδιά και την τσάντα της από το τραπεζάκι και βγήκε στο δρόμο.
Την ώρα που έβαζε μπροστά το σπόρ, αυστηρά διθέσιο, αυτοκίνητό, χτύπησε το κινητό της. Το όνομα της Αλεξάνδρας αναβόσβηνε στην οθόνη. Έμεινε να το κοιτάει για λίγο, σα χαμένη, και με δάχτυλα που τρέμανε, πάτησε το πλήκτρο της απάντησης.
«Αλέκα? ΑΛΕΚΑ??»

Δεν υπάρχουν σχόλια: